- επισιγμα
- ἐπίσιγμα-ατος τό натравливание Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επίσιγμα — ἐπίσιγμα, τὸ (Α) [επισίζω] προτροπή σε σκυλί να επιτεθεί … Dictionary of Greek
ἐπίσιγμα — hounding on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισίγματα — ἐπίσιγμα hounding on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)